- κιτρινισμός
- οη εντυπωσιακή, λ.χ. με πηχιαίους τίτλους, με πολύχρωμα σκίτσα και με πολλές φωτογραφίες, προβολή μακάβριων θεμάτων και ο σκόπιμα ωμός και προκλητικός τρόπος δημοσίευσης σκανδάλων, κυρίως σεξουαλικών, από ένα έντυπο, με σκοπό την προσέλκυση αναγνωστών, την αύξηση τής κυκλοφορίας του και, σε τελική ανάλυση, την παραπληροφόρηση τής κοινής γνώμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιτρινίζω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. yellow journalism].
Dictionary of Greek. 2013.